φακιδιάρης

φακιδιάρης
-α, -ικο, Ν
αυτός που έχει φακίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακίδα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φακιδιάρης — ο θηλ. α αυτός που έχει φακίδες, ο γεμάτος φακίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • φακάς — ὁ, Α 1. αυτός που έχει φακίδες, φακιδιάρης 2. σκωπτική προσωνυμία τού Διοσκουρίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ᾶς (πρβλ. φαγ ᾶς)] …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”